πειστικός

πειστικός
-ή, -ό
αυτός που έχει τη δύναμη να πείθει: Πειστικά επιχειρήματα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πειστικός — persuasive masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειστικός — ή, ό / πειστικός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που έχει την ικανότητα να πείθει (α. «πειστικά επιχειρήματα» β. «ὁ ἀσαφὴς λόγος οὐκ ἔστι πειστικός», Σέξτ. Εμπ.) αρχ. 1. το θηλ. ἡ πειστική (ενν. τέχνη) η τέχνη τής πειθούς, η τέχνη τού να πείθει κανείς τους… …   Dictionary of Greek

  • πειστικά — πειστικός persuasive neut nom/voc/acc pl πειστικά̱ , πειστικός persuasive fem nom/voc/acc dual πειστικά̱ , πειστικός persuasive fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειστικώτερον — πειστικός persuasive adverbial comp πειστικός persuasive masc acc comp sg πειστικός persuasive neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειστικόν — πειστικός persuasive masc acc sg πειστικός persuasive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειστικοί — πειστικός persuasive masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειστικούς — πειστικός persuasive masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειστικωτέρους — πειστικός persuasive masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειστικωτέρως — πειστικός persuasive masc acc comp pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειστικῆς — πειστικός persuasive fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”